κολπώδης

κολπώδης
κολπ-ώδης, ες,
A embosomed, embayed,

τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120

, etc.; full of bays,

θάλασσα D.C.48.50

.
2 winding,

παράπλους Plb. 4.44.7

.
II metaph., oflanguage, turgid,

μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολπώδης — embosomed masc/fem acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδης — ες (AM κολπώδης, ῶδες) [κόλπος] αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια») νεοελλ. όμοιος με κόλπο αρχ. 1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια 2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.) 3. (για λόγο) πομπώδης …   Dictionary of Greek

  • κολπώδει — κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολπώδης embosomed masc/fem/neut dat sg κολπώδεϊ , κολπώδης embosomed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδη — κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπῶδες — κολπώδης embosomed masc/fem voc sg κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδεις — κολπώδης embosomed masc/fem acc pl κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κολπόντα — η ζωολ. γένος ολότριχων τριχοστομάτων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpoda < κολπώδης < κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”